ομφάλιος

ομφάλιος
-α, -ο (ΑΜ ὀμφάλιος, -ία, -ον) [ομφαλός]
το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον
(στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο τού μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ.
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό
2. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το σωματομετρικό σημείο που βρίσκεται στο κέντρο τού ανθρώπινου ομφαλού
3. φρ. «ομφάλιος λώρος»
i) ανατ. συνδετικό και αγγειακό στέλεχος, περιβαλλόμενο από άμνιο, το οποίο συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα τής μητέρας του, αλλ. ομφαλίδα
ii) τεχνολ. το ειδικό σχοινί με το.οποίο προσδένονται οι αστροναύτες κατά την έξοδό τους από διαστημόπλοιο ή από δορυφόρο σε περίπτωση πτήσης στον κενό χώρο κατά την εκτέλεση επιδιορθώσεων, πειραμάτων, παρατηρήσεων
iii) μτφ. καθετί που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα προσδίδοντάς τους ζωή ή δύναμη
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ζωγραφικός πίνακας, πιθ. ελλειψοειδής ή στρογγυλός, στον οποίο απεικονίζεται πρόσωπο ή σύνθεση προσώπων
αρχ.
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. κάποιο στρογγυλό κόσμημα, αυτός που εξέχει, ο ομφαλοειδής, ο κυρτός
2. το ουδ. ως ουσ. α) μικρός ομφαλός
β) κύρτωμα ή κόσμημα στο μέσο ασπίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομφάλιος — ομφάλιος, α, ο και ομφαλικός, ή, ό αυτός που ανήκει στον αφαλό: Ομφάλιος λώρος. – Ομφαλική χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀμφάλιος — having a boss masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώρος, ομφάλιος — Μακρύ και λεπτό εύκαμπτο στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα. Αποτελείται από την ομφαλική φλέβα, τις δύο ομφαλικές αρτηρίες, τον βλεννώδη συνδετικό ιστό και τον ουραχό. Το μήκος του είναι μεταβλητό και κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 40 60 …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφάλιον — neut nom/voc/acc sg ὀμφάλιος having a boss masc/fem acc sg ὀμφάλιος having a boss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… …   Dictionary of Greek

  • αφαλός — ο και αφάλι, το 1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός 2. ο ομφάλιος λώρος 3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας») 4. η καντηλήθρα 5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια …   Dictionary of Greek

  • κατομφάλιος — κατομφάλιος, ον (Α) αυτός που ξεκινά από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμφάλιος «ο αναφερόμενος στον ομφαλό» (< ὀμφαλός)] …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • λευκομφάλιος — λευκομφάλιος, ον (Α) (για ένα είδος σύκων) αυτός που έχει λευκό ομφαλό ή λευκό κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λευκ(ο) * + ομφάλιος (< ὀμφαλός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”